- δυσωδία
- η (AM δυσωδία)1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία2. ανηθικότητανεοελλ.φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμίαβ) αηδιαστική ανηθικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσωδία — δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc/acc dual δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδίᾳ — δυσωδίᾱͅ , δυσωδία foul smell fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδία — η 1. δυσάρεστη μυρουδιά, κακοσμία. 2. φρ., «βρόμα και δυσωδία» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσωδίας — δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem acc pl δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδίαι — δυσωδίᾱͅ , δυσωδία foul smell fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδίαν — δυσωδίᾱν , δυσωδία foul smell fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδιῶν — δυσωδία foul smell fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδίαις — δυσωδία foul smell fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωδίης — δυσωδία foul smell fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek